- μυρτίνη
- μυρτίνη [ῑ], ἡ, a sort ofA olive, Nic.Al.88: [full] μυρτήνη, Hsch.II = μυρτάς 1, Nic.Al.355.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρτίνη — μυρτίνη, ἡ (Α) 1. είδος ελιάς, η μυρτήνη*, ή είδος απιδιάς 2. μυρτάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μύρτινος] … Dictionary of Greek
μυρτίνη — μύρτινος of myrtle fem nom/voc sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνῃ — μύρτινος of myrtle fem dat sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτήνη — μυρτήνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος ελιάς, η μυρτίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτίνη] … Dictionary of Greek
μυρτίνης — μύρτινος of myrtle fem gen sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)